- ἀκύμων
- ἀκύ̱μων , ἄκυμοςmasc/fem/neut gen plἀκύ̱μων , ἀκύμαντοςnot washed by wavesmasc/fem nom sgἀκύ̱μων , ἀκύμωνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακύμων — (I) ἀκύμων ( ονος), ον (Α) [κύμα] ακύμαντος, άκυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω),… … Dictionary of Greek
πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… … Dictionary of Greek
ἀκύμονα — ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc sg ἀκύ̱μονα , ἀκύμων neut nom/voc/acc pl ἀκύ̱μονα , ἀκύμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκυτος — Βλ. λ. Ακοίτιο. * * * ἄκυτος, ον (Α) ο ἀκύμων (ΙΙ)*, ο ἄτοκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κύω) … Dictionary of Greek
ἀκύμονας — ἀκύ̱μονας , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem acc pl ἀκύ̱μονας , ἀκύμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμονες — ἀκύ̱μονες , ἀκύμαντος not washed by waves masc/fem nom/voc pl ἀκύ̱μονες , ἀκύμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμονι — ἀκύ̱μονι , ἀκύμαντος not washed by waves dat sg ἀκύ̱μονι , ἀκύμων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύμονος — ἀκύ̱μονος , ἀκύμαντος not washed by waves gen sg ἀκύ̱μονος , ἀκύμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)